- κρατυσμός
- κρᾰτυσμός, ὁ,A strength, firmness, Hp.Epid.6.8.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατυσμός — κρατυσμός, ὁ (Α) [κρατύνω] ισχυροποίηση, ενδυνάμωση … Dictionary of Greek
κρατυσμός — strength masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυσμός — ο, ΝΑ [παχύνω] 1. πάχυνση, πάχος 2. πάχυσμα, πύκνωση αρχ. κρατυσμός*. ισχυροποίηση, δυνάμωμα … Dictionary of Greek